πορτοκαλόχρωμος

πορτοκαλόχρωμος
-η, -ο, Ν
βλ. πορτοκαλόχρους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • νεραντζάτος — η, ο [νεράντζι] αυτός που έχει το χρώμα τού νεραντζιού, πορτοκαλόχρωμος, πορτοκαλής …   Dictionary of Greek

  • πορτοκαλής — ιά, ί, Ν [πορτοκάλι] 1. αυτός που έχει το χρώμα τού ώριμου πορτοκαλιού, πορτοκαλόχρωμος 2. το ουδ. ως ουσ. το πορτοκαλί το χρώμα τού ώριμου πορτοκαλιού 3. φρ. «το πορτοκαλί τού χρωμίου» τεχνολ. σύνολο χρωστικών ουσιών οι οποίες περιέχουν, σε… …   Dictionary of Greek

  • πορτοκαλόχρους — ουν, και πορτοκαλόχρωμος, η, ο, Ν 1. ο πορτοκαλής 2. το ουδ. ως ουσ. το πορτοκαλόχρουν συνθετική ουσία που δίνει κατά την βαφή το χρώμα τού ώριμου πορτοκαλιού, αλλ. το πορτοκάλι («το πορτοκαλόχρουν τού μεθυλενίου»). [ΕΤΥΜΟΛ. < πορτοκάλι +… …   Dictionary of Greek

  • σανδαράκινος — η, ον, Α αυτός που έχει το χρώμα τής σανδαράκης, πορτοκαλής, πορτοκαλόχρωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σανδαράκη + κατάλ. ινος (πρβλ. ξύλ ινος)] …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Ορυκτολογικό Λαυρίου — Στεγάζεται από το 1986 σε ένα αναπαλαιωμένο πέτρινο κτίριο του 1873 (Α. Κορδέλλα), δείγμα της βιομηχανικής αρχιτεκτονικής του 19ου αι., και ανήκει στην Εταιρεία Μελετών της Λαυρεωτικής. Από τα χίλια περίπου δείγματα ορυκτών της συλλογής της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”